- κοττάβινορ
- κοττᾰβ-ινορ, [dialect] Lacon.,A = κοτταβεῖον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοττάβινορ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) η λεκάνη στην οποία έπαιζαν το παιχνίδι κότταβος. [ΕΤΥΜΟΛ. κοττάβινορ = κοττάβινος (< κότταβος), με τον ρωτακισμό τού ς σε ρ που χαρακτήριζε την αρχαία λακωνική διάλεκτο] … Dictionary of Greek
κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… … Dictionary of Greek